ἐλευθεριάζουσα

ἐλευθεριάζουσα
ἐλευθεριάζω
speak
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κάιζερ, Γκέοργκ — (Georg Kaiser, Μαγδεμβούργο 1878 – Ασκόνα, Ελβετία 1945). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας. Ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο και ταξίδεψε αρκετά στη Νότια Αμερική και στην Ευρώπη. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, άρχισε να γράφει για το θέατρο (1904) …   Dictionary of Greek

  • Λακλό, Πιερ Σοντερλό ντε- — (Pierre Ambroise Choderlos de Laclos, Αμιέν 1741 – Τάραντας 1803). Γάλλος συγγραφέας. Ήταν στρατιωτικός και στη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως γραμματέας του Φιλίππου της Ορλεάνης, ενώ με τον βαθμό του στρατηγού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”